-
1 καταλήξη
καταλήξηι, κατάληξιςending: fem dat sg (epic)καταλήγωleave off: aor subj mid 2nd sgκαταλήγωleave off: aor subj act 3rd sgκαταλήγωleave off: fut ind mid 2nd sg -
2 καταλήξῃ
καταλήξηι, κατάληξιςending: fem dat sg (epic)καταλήγωleave off: aor subj mid 2nd sgκαταλήγωleave off: aor subj act 3rd sgκαταλήγωleave off: fut ind mid 2nd sg -
3 κατάληξη
[-ις (-εως)] η1) конец, окончание; окончательный результат; δεν ξέρω την κατάληξη σου я не знаю, до чего ты докатишься; 2) грам, окончание, флексия -
4 κατάληξη
[каталикси] ουσ. Θ. конец, окончание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατάληξη
-
5 κατάληξη
[каталикси] ουσ θ конец, окончание. -
6 κατάληξη
son, sonuç -
7 κατάληξη
suffixe -
8 κατάληξη
1) ending2) outcomeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατάληξη
-
9 suffixe
κατάληξη -
10 ending
κατάληξη -
11 окончание
окончание с 1) (спектакля и т. п.) η λήξη, το τέλος 2) (учебного заведения) η αποφοίτηση 3) (слова) η κατάληξη* * *с1) (спектакля и т. п.) η λήξη, το τέλος2) ( учебного заведения) η αποφοίτηση3) ( слова) η κατάληξη -
12 без...
без..., безъ..., бес...πρόθεμα που σχηματίζει:1. επίθετα από ουσιαστικά με στερητική σημασία: безногий, безработный.2. ουσιαστικά με κατάληξη «-ие» και «-ье» με σήμ.: α) ανυπαρξίας: «безначалие», «безветрие»; β) με κατάληξη «-ица» και σημ. ανεπάρκειας: «безголосица», «безвкусница». -
13 бес...
без..., безъ..., бес...πρόθεμα που σχηματίζει:1. επίθετα από ουσιαστικά με στερητική σημασία: безногий, безработный.2. ουσιαστικά με κατάληξη «-ие» και «-ье» με σήμ.: α) ανυπαρξίας: «безначалие», «безветрие»; β) με κατάληξη «-ица» και σημ. ανεπάρκειας: «безголосица», «безвкусница». -
14 окончание
-я ουδ.1. αποπεράτωση, αποτε-λείωση, τερματισμός.2. τέλος•окончание романа в следующем номере το τέλος του μυθιστορήματος στο επόμενο φύλλο του περιοδικού.
|| λήξη• πέρας•окончание срока λήξη της προθεσμίας•
по -ии года στο τέλος του χρόνου•
по -ии войны τελειώνοντας ο πόλεμος.
3. (γραμμ.) η κατάληξη•корень и окончание ρίζα και κατάληξη.
-
15 с...
с..., со..., съ...( πρόθεμα)I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.2. κίνηση με επιστροφή•сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•
сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).
3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.II.Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча. -
16 окончание
1. (завершение) το τέλος, το ολοκλήρωμα 2. (конец чего-л.) το τέλος 3. (конец действия чего-л.) η λήξη, το τελείωμα 4. грам. η κατάληξη (της λέξης στις κλιτές γλώσσες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окончание
-
17 суффикс
грам. το επίθημαпродуктивный - см. словообразовательный -словоизменительный - см. формообразующий -словообразующий - см. словообразовательный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суффикс
-
18 флексия
лингв. το ληκτικό στοιχείο, η κατάληξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флексия
-
19 окончание
окончаниес1. (завершение) ἡ ἀποπε-ράτωση [-ις], τό τελείωμα, τό τέλος / ἡ λήξις προθεσμίας (срока):по \окончаниении учебы μετά τήν ἀποπεράτωση τών σπουδών μου· по \окончаниении университета ὀταν τελειώσω τό πανεπιστήμιο· по \окончаниении концерта μόλις τελειώσει ἡ συναυλία· быстрое \окончание ἡ γρήγορη ἀποπεράτωση·2. (заключит, часть, конец чего-л.) τό τέλος:\окончание следует ἐπεται τό τέλος·3. грам. ἡ κατάληξη [-ις]· -
20 паданый
пада||ныйприл:\паданыйное окончание ἡ κατάληξη [-ις] πτώσεως.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατάληξη — η 1. τέλος, τέρμα, έκβαση: Δεν ξέρουμε τι κατάληξη θα έχει αυτή η ιστορία. 2. στη γραμματική, το τελευταίο μέρος της λέξης που μεταβάλλεται κατά την κλίση: Η κατάληξη της ονομαστικής του ενικού στη λέξη νοικοκύρης είναι ης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάληξη — ἡ (AM κατάληξις) [καταλήγω] τέλος, παύση, τελείωμα νεοελλ. 1. έκβαση, απόληξη, αποτέλεσμα 2. γραμμ. η τελευταία συλλαβή ή ο τελευταίος φθόγγος τής λέξης, τα οποία δίνουν σαφή παράσταση τού τύπου της, σε αντιδιαστολή προς το θέμα ή στέλεχος αρχ. 1 … Dictionary of Greek
καταλήξῃ — καταλήξηι , κατάληξις ending fem dat sg (epic) καταλήγω leave off aor subj mid 2nd sg καταλήγω leave off aor subj act 3rd sg καταλήγω leave off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
-αδάκι — κατάληξη υποκοριστικών, π.χ. φτωχ αδάκι, βορι αδάκι, ντολμ αδάκι. Αποτελεί επεκτεταμένη μορφή τής υποκοριστικής καταλήξεως άκι από την κατάληξη τού πληθ. αδες, π.χ. παράς παράδες παραδάκι … Dictionary of Greek
-ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… … Dictionary of Greek
-άδος — κατάληξη πολλών τοπωνυμίων: Βροντάδος, Μανταμάδος, Μαχαιράδος, Παπάδος κ.λπ. από τη γεν. πληθ. Βροντάδων, Μαχαιράδων, Παπάδων κ.ά. κυρίων ονομάτων κτητορικών (βλ. άδο) … Dictionary of Greek
-βω — κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής (πρβλ. ανάβω, θάβω, κλέβω, κόβω, νίβω, ράβω, σκύβω, στύβω), που προήλθαν με μεταπλασμό από τα αρχαία ρήματα σε πτω, εξαιτίας του αορίστου σε ψα, που ήταν κοινός τόσο σε ρήματα της αρχαίας που σχημάτιζαν τον… … Dictionary of Greek
-γω — κατάληξη ενεστωτικών ρημάτων τής νέας Ελληνικής που ανάγονται: α) σε ρήματα τής Αρχαίας με ληκτικό μόρφημα σσω (πρβλ. φυλάσσω φυλάγω, τυλίσσω τυλίγω) και αόριστο σε ξα, απ όπου μεταπλάστηκαν στον ενεστώτα τους κατά το πρότυπο άνοιξα ανοίγω,… … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek